13 Σεπ 2014

Ελληνικό βουβαλίσιο κρέας

Η βουβαλίσια καπνιστή μπριζόλα Μπόρας φτιάχνεται από την κόντρα της μπριζόλας, από σημείο του κρέατος πού είναι άπαχο. Το κρέας παραμένει 15-20 μέρες για να σιτέψει, έπειτα μαρινάρεται με τα μπαχαρικά του
 και καπνίζεται με ξύλα οξιάς.

Το success story της Μπόρας μιμούνται Έλληνες παραγωγοί βουβαλίσιου κρέατος

Στο βουβαλίσιο κρέας βρίσκεται το μυστικό της επιτυχίας της βορειοελλαδίτικης εταιρείας Μπόρας, οι πωλήσεις τις οποίας αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Δεν είναι μόνο τα κέρδη που καταγράφονται στην τοπική κοινωνία των Σερρών, όπου και δραστηριοποιείται η εταιρεία, αλλά και η ενίσχυση της κτηνοτροφίας μέσω συνεργιών με Έλληνες παραγωγούς από διάφορα μέρη της Ελλάδας.


Το success story της Μπόρας δεν είναι απόρροια της οικονομικής κρίσης, αλλά παράδειγμα υγιούς επιχειρηματικότητας εν μέσω κρίσης. Η σερραϊκή επιχείρηση συστάθηκε το 2001, χρονιά κατά την οποία ήταν στο προσκήνιο η διατροφική κρίση, και ήταν η απάντηση της οικογένειας Μπόρα σε αυτό που ονομάζουμε ποιοτικό τοπικό προϊόν

 Στο κρεοπωλείο που διατηρούσε στη Λεβαδιά Σερρών άρχισε να πειραματίζεται με την πώληση βουβαλίσιου κρέατος από την περιοχή της Κερκίνης, παρατηρώντας τις αντιδράσεις των καταναλωτών που έψαχναν εναγωνίως εναλλακτικές προτάσεις για να ξεφύγουν από τις «τρελές αγελάδες».


να ξεφύγουν από τις «τρελές αγελάδες».


Οι πιστοποιήσεις της εταιρείας ήταν μια καλή αρχή. Πλέον τα προϊόντα έχουν λάβει αρκετές διακρίσεις και αποτελούν μια υγιεινή εναλλακτική πρόταση για το ελληνικό οικογενειακό τραπέζι. Η εταιρεία χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη το βουβαλίσιο κρέας, παράγει παραδοσιακά εδέσματα και κρεατοσκευάσματα, όπως καβουρμά, λουκάνικα, καπνιστά φιλέτα και μπριζόλα καθώς επίσης και μπιφτέκι.


Η παραγωγή πραγματοποιείται στις σύγχρονες μεταποιητικές εγκαταστάσεις που διατηρεί στη Λιβαδειά, ενώ τα προϊόντα της διατίθενται στην αγορά των delicatessen κυρίως της Αθήνας, αλλά και της Θεσσαλονίκης, όπως και σε υψηλής ποιότητας εστιατόρια. Παράλληλα, συμμετέχει κάθε χρόνο στο φεστιβάλ γαστρονομίας και σε διάφορες εκθέσεις τροφίμων.

Για να αντιληφθεί κανείς την προτίμηση του Έλληνα καταναλωτή στο βουβαλίσιο κρέας αρκεί να λάβει υπόψη πως το 2001 οι πωλήσεις του δεν ξεπερνούσαν τα 150 κιλά και πως 13 χρόνια μετά κυμαίνονται κοντά στους 50 τόνους. Επιπρόσθετα, έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των παραγωγών που εκτρέφουν βουβάλια σε όλη την χώρα καθώς ποντάρουν στην αυξανόμενη ζήτηση που έχει το προϊόν.

Υπολογίζεται δε πως μια φάρμα στην οποία εκτρέφονται βουβάλια μπορεί να εξασφαλίσει ένα πολύ ικανοποιητικό ετήσιο εισόδημα στον βουβαλοτρόφο, της τάξης των 50.000 ευρώ.