16 Ιαν 2012

Δημιουργούν σούπερ αγελάδες

Με τη βοήθεια των γενετικών βιολόγων παράγεται το μεγαλύτερο ποσοστό του γάλακτος και του κρέατος που καταναλώνουν οι Ελληνες, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των ζώων της κτηνοτροφικής βιομηχανίας περνά από τον έλεγχο των πέντε Κέντρων Γενετικής Βελτίωσης Ζώων της χώρας.
 Για το 2011, οι επιστήμονες των αντίστοιχων κέντρων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Ιωάννινα και Δράμα ήλεγξαν συνολικά 155.920 βοοειδή και αιγοπρόβατα, εφαρμόζοντας μια διαδικασία που έχει στόχο να τα θωρακίσει από ασθένειες, αυξάνοντας παράλληλα την παραγωγή των κτηνοτροφικών προϊόντων. Η εργασία των κρατικών Κέντρων Γενετικής Βελτίωσης, βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με τα εξεζητημένα γενετικά προγράμματα όπως η κλωνοποίηση ή οι παρεμβάσεις στο DNA των ζώων. «Απλώς υποβοηθούμε τη φύση», δηλώνουν οι Ελληνες επιστήμονες, επισημαίνοντας πως η βασική τους δουλειά έχει να κάνει με την επιλογή των ζώων που θα διασταυρωθούν και θα αναπαραχθούν. 


«Τηρούμε μητρώα με όλα τα ζώα που υπάρχουν στις περιοχές του ελέγχου μας. Με αυτόν τον τρόπο έχουμε στη διάθεσή μας πλήρη και αναλυτικά γενεαλογικά στοιχεία, γεγονός που μας βοηθά να γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά που θα λάβει ένα νεογνό αν αναπαραχθεί από δύο συγκεκριμένα ζώα», δηλώνει ο Δημήτρης Παππάς, προϊστάμενος του ΚΓΒΖ Ιωαννίνων, που επισημαίνει ότι με αυτόν τον τρόπο οι κτηνοτρόφοι έχουν τη δυνατότητα να υπολογίσουν πόσο κρέας ή πόσο γάλα μπορεί να παράγει κάθε ζώο. «Αν επιλέξουμε να οδηγήσουμε προς αναπαραγωγή μια αγελάδα που δεν έχει ασθένειες και δίνει μεγάλες ποσότητες γάλακτος, γνωρίζουμε ότι θα γεννηθούν υγιή ζώα με μεγάλη παραγωγικότητα», εξηγεί ο Δ. Παππάς. 
Νέες φυλέςΗ επιστήμη της γενετικής βελτίωσης ζώων μετρά περισσότερο από έναν αιώνα ζωής, καθώς ξεκίνησε στη Δανία το 1895. Τα ελληνικά κέντρα ιδρύθηκαν μόλις το 1978, γεγονός που -σύμφωνα με τους επιστήμονες- οφείλεται στη σχετικά περιορισμένη κτηνοτροφική παραγωγή της χώρας μας, σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία 30 χρόνια οι Ελληνες επιστήμονες έχουν στην ουσία δημιουργήσει δύο νέες φυλές αγελάδων, την ελληνική κόκκινη και την ελληνική ξανθόχρωμη. «Πρόκειται για διασταυρώσεις ελληνικών ειδών με γαλλικές και ολλανδικές φυλές. Στο παρελθόν, οι διασταυρώσεις αυτές γίνονταν χωρίς κανένα πρόγραμμα από τους ίδιους τους κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα η παραγωγή να μειώνεται, αντί να αυξάνεται. Σήμερα, με τον προγραμματισμό της αναπαραγωγής, μία αγελάδα δίνει πλέον έως και 8 τόνους γάλακτος το χρόνο, σε σχέση με τους 4 τόνους που έδινε στο παρελθόν», τονίζει ο προϊστάμενος του ΚΓΒΖ Ιωαννίνων. 

«Οι ελληνικές φυλές αγελάδων είναι πιο μικρόσωμες από αυτές που ζουν στη βόρεια και τη δυτική Ευρώπη, τρώνε λιγότερο και είναι πιο ανθεκτικές σε διάφορες ασθένειες. Ο γενετικός συνδυασμός τους με τις εισαγμένες αγελάδες μάς έχει δώσει ζώα που παράγουν αρκετό γάλα, αλλά ζουν λιγότερο και γεννούν σχεδόν τα μισά μοσχάρια», λέει από την πλευρά του ο προϊστάμενος του Κέντρου Γενετικής Βελτίωσης Ζώων Δράμας, Παναγιώτης Σιδηρόπουλος. 

Απαιτούνται βελτιώσεις

Παρά τη μεγάλη της συμβολή στην αύξηση της κτηνοτροφικής παραγωγής, οι επιστήμονες δεν διστάζουν να τονίσουν ότι και οι ίδιες οι πρακτικές γενετικής βελτίωσης ζώων επιδέχονται... βελτιώσεων. «Οχι στο πολύ μακρινό παρελθόν, η έμφαση των γενετικών βελτιώσεων δινόταν αποκλειστικά και μόνο στην αύξηση της παραγωγής κρέατος και γάλακτος. Τώρα, η αντιμετώπισή μας είναι περισσότερο ολοκληρωμένη, προσέχουμε να παράγουμε υγιή ζώα», δηλώνει ο Αντώνης Κομινάκης, καθηγητής Ζωικής Παραγωγής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, δίνοντας ορισμένα παραδείγματα των αστοχιών των προηγούμενων ετών. «Είχαν δημιουργηθεί ασπρόμαυρες αγελάδες που έδιναν πολύ μεγάλες ποσότητες γάλακτος, αλλά πέθαιναν μετά από δύο ή τρεις γαλακτικές περιόδους. Επίσης, υπήρχαν γενετικά βελτιωμένα γουρούνια, στα οποία είχε δοθεί έμφαση μόνο στην αύξηση της μάζας του κρέατος. Ούτε αυτά ζούσαν πολύ», συμπληρώνει ο καθηγητής του Γεωπονικού. 


Του Αλέξανδρου Κόντη          ΠΗΓΗ