Με ελληνική λεβάντα και ροδέλαιο θα παρασκευάζονται φίνας
ευωδιάς αρώματα στο εξωτερικό, αφού ο μοναδικός στην Ελλάδα Αγροτικός
Συνεταιρισμός Φαρμακευτικών και Αρωματικών Φυτών βρίσκεται “προ των πυλών” για
την υπογραφή δύο μεγάλων συμβολαίων με ευρωπαϊκές εταιρίες παρασκευής αρωμάτων.
Σήμερα, ο συνεταιρισμός διοχετεύει ροδέλαιο και λεβάντα σε
αγορές της Βουλγαρίας και σε χώρες της Σκανδιναβίας, ενώ με την υπογραφή των
συμφωνιών, που θεωρούνται δεδομένες, θα πάψει κάθε άλλη εξαγωγική δραστηριότητα
του φορέα, καθώς η “αποκλειστικότητα” θα αποτελεί ένα από τα “δυνατά χαρτιά”
των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών εταιριών.
Μάλιστα, όπως διευκρίνισε ο κ. Κουκάκης, οι εταιρίες αυτές
θα έχουν και τη δυνατότητα να μεταπωλούν ποσότητες των προϊόντων που λαμβάνουν
από το συνεταιρισμό και σε άλλες εταιρίες, “πάντα όμως με το λογότυπο του
συνεταιρισμού”.
Ωστόσο, ο κ. Κουκάκης δεν παραλείπει να τονίσει τη
δυσαρέσκειά του για τη στασιμότητα που παρατηρείται σχετικά με την έλλειψη
μητρώου, ετικέτας, επιδοτήσεων και το «ανύπαρκτο», όπως λέει, θεσμικό πλαίσιο,
που διέπει τα αρωματικά φυτά. “Δυστυχώς, όλες τις κινήσεις τις κάνουμε μόνοι
μας, παρ’ όλο που ο συνεταιρισμός γεννήθηκε με πρωτοβουλία του κράτους”,
επισήμανε.
Ο συνεταιρισμός έχει ενταγμένα 200 στρέμματα ροδώνες στο
νομό Κοζάνης και 50 στρέμματα στο νομό Γρεβενών, όπως επίσης και 14 στρέμματα
λεβάντας. Όπως διευκρίνισε ο κ. Κουκάκης, η απόδοση των ροδώνων φθάνει τους 10
τόνους και της λεβάντας τους 12.
Τα εγγεγραμμένα μέλη είναι 46, ενώ οι αιτήσεις
ενδιαφερομένων από όλη τη Δυτική Μακεδονία παρουσιάζουν πτωτική τάση, λόγω της
έλλειψης πληροφόρησης και στήριξης, “κυρίως από την πλευρά της πολιτείας”, όπως
είπε ο κ. Κουκάκης.
Κατά τρεις φορές ακριβότερο το ροδέλαιο, έναντι του
«αληθινού χρυσού»
Μπορεί να σκεφθεί κάποιος ότι για την παραγωγή ενός κιλού
ροδέλαιου απαιτούνται να αποσταχθούν με ατμό 3-5 τόνοι (3.000-5.000 κιλά)
ροδοπέταλα; Και, όμως, μόλις τόση είναι η απόδοση και για να αποκτήσει μάλιστα
κάποιος το “ρευστό χρυσό”, όπως αποκαλείται το ροδέλαιο, θα πρέπει να καταβάλει
ποσό τρεις φορές πιο υψηλό από ό,τι, εάν αγόραζε αληθινό χρυσό.
“Για να γίνει μια σταγόνα από αυτό το έλαιο χρειάζονται
περίπου 30 ροδοπέταλα από την τριανταφυλλιά τη δαμασκηνή και το γεγονός ότι δεν
υπάρχει χημικό υποκατάστατο ροδέλαιου στηναγορά, το καθιστά πανάκριβο στη
διεθνή σκακιέρα», διευκρίνισε ο κ. Κουκάκης.
Οι γείτονες Βούλγαροι, έχουν αντιληφθεί από πολύ νωρίς τα
“δώρα” του ροδέλαιου και ενστερνίζομενοι τη ρήση “χρυσός δεν είναι μόνο ό,τι
λάμπει”, ασχολούνται επί σειρά δεκαετιών με την παραγωγή του συγκεκριμένου
ελαίου, αφού η ευωδιά του εξασφαλίζει τα προς το ζην σε περισσότερες από 70.000
οικογένειες. Στη Βουλγαρία έχει πωληθεί ένα κιλό ροδέλαιο σε γαλλική βιομηχανία
αρωμάτων, έναντι του ποσού των 18.000 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά του ροδέλαιου, που περιέχει
περίπου 300 χημικά συστατικά, από τα οποία μόνο τα 100 έχουν αναγνωριστεί, το
χρώμα του είναι από κίτρινο έως λαδί, ενώ έχει μια γλυκιά, στυπτική, ανθοειδή
οσμή, ελαφρά δροσιστική και λίγο μπαχαρώδη. Το ροδέλαιο δεν είναι τοξικό και
γι’ αυτό είναι από τα λίγα αιθέρια έλαια, που δίνονται άφοβα στα παιδιά.
Είναι το περισσότερο χρησιμοποιούμενο αιθέριο έλαιο στην
αρωματοποϊία, ενώ χρησιμοποιείται για καλλυντικά, για aroma therapy, ως ηρεμιστικό και
αντικαταθλιπτικό και ως ήπιο αντισηπτικό. Το ροδέλαιο χρησιμοποιείται για τη
παρασκευή του Αγίου Μύρου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ χρησιμοποιείται
και για αρωματισμό των τροφίμων.
Λεβάντα… μια «κυρία» ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας των
χειλανθών
Η λεβάντα είναι μια “κυρία” ανάμεσα στα μέλη της οικογενείας
των χειλανθών. Το άρωμά της είναι ένα από τα ευγενέστερα αρώματα της φύσης. Το
όνομά της προέρχεται από το ιταλικό “lavare”, δηλαδή πλένω – καθαρίζω. Η άγρια λεβάντα κατάγεται από
την Περσία και τη Νότια Γαλλία, όπου φύεται σε ορεινές πλαγιές και σε μεγάλο
υψόμετρο.
Αγαπά τα πετρώδη και άγονα εδάφη, ευδοκιμώντας σε μέρη που
λίγα φυτά επιβιώνουν. Αψηφώντας τους βαρείς χειμώνες “ξεδιπλώνει” κάθε
καλοκαίρι, εκ νέου, τα υπέροχα μπλε άνθη της, μαγεύοντας την περιοχή με το θείο
άρωμά τους.
Σε υψόμετρο 900-1800 μ. ευδοκιμούν δύο είδη άγριας λεβάντας:
Lavandula officinalis
και η Lavandula angustifolia.
Η πρώτη είναι ένα πολύτιμο “διαμάντι” της φύσης. Μικροκαμωμένη, με λίγα άνθη,
δίνει το καλύτερο αιθέριο έλαιο. Έχει το πιο ευγενές άρωμα και τις περισσότερες
– αναρίθμητες – σχεδόν θεραπευτικές ιδιότητες. Το αιθέριο της έλαιο είναι
άριστης ποιότητας και συναντάται σπάνια στο εμπόριο. Ονομάζεται “Lavandulae extra” ή “Lavande offendis extra”. Το δεύτερο είδος, η angustifolia είναι ένα φυτό
πιο μεγάλο και με πιο πλούσια ανθοφορία.
Η συγκομιδή και επεξεργασία των ανθέων αυτών των δυο
συγγενικών φυτών γίνεται κάθε χρόνο, Ιούλιο και Αύγουστο, με το χέρι. Λίγοι
είναι πια οι άνθρωποι που ανεβαίνουν κάθε καλοκαίρι στις ορεινές και βραχώδεις
αυτές πλαγιές για να συλλέξουν τα μυρωδάτα άνθη. Τα φορτώνονται στη πλάτη τους
και τα κατεβάζουν με τα πόδια στην κοιλάδα, όπου διυλίζεται το υπέροχο αυτό
αιθέριο έλαιο. Καταλαβαίνει εύκολα κάποιος, λοιπόν, γιατί το πολύτιμο αυτό
έλαιο είναι σπάνιο και πολύ ακριβό.
Επειδή, όμως, το άρωμα της λεβάντας είναι ένα από τα πιο
αγαπημένα, λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο φτιάχτηκε ένα τρίτο είδος
λεβάντας. Η λεγόμενη Lavandin,
διασταύρωση της άγριας λεβάντας των γαλλικών βουνών και της ισπανικής “Lavandula latifolia“. Το είδος “Lavandin” είναι υβρίδιο και
συνήθως καλλιεργείται το κλωνοποιημένο είδος “Lavandin Grosso”. Το προσόν αυτής της
λεβάντας είναι η πλούσια ανθοφορία της και η δυνατότητα μαζικής καλλιέργειας
στις πεδιάδες.
Οι στόχοι του Συνεταιρισμού
Πρώτη προτεραιότητα του συνεταιρισμού αποτελεί η απορρόφηση
των ήδη εγκεκριμένων κονδυλίων για την απόκτηση μεγαλύτερου αποστακτήρα έναντι
του σημερινού, η ανέγερση μονάδων τυποποίησης και επεξεργασίας αρωματικών και
φαρμακευτικών ειδών και η επέκταση των καλλιεργειών και σε άλλα φαρμακευτικά
και αρωματικά είδη, όπως, ρίγανη φασκόμηλο, σάλβια σκλαρέα, τσάϊ βουνού,
χαμομήλι, θυμάρι, μέντα, βασιλικός, λεβάντα, μάραθος, μελισσόχορτο, ύσσωπος,
μαντζουράνα, βαλσαμόχορτο, σινάπια, καλέντουλα, εχινατσέα, γλυκύρριζα, τανάτσεα
και μπελαντόνα.
Τα αρωματικά – φαρμακευτικά φυτά στη Δυτική Μακεδονία
Σύμφωνα με το Δρα. Βιολογίας ΑΠΘ, Γιώργο Κωφίδη, (Διεύθυνση
Γεωργικής Ανάπτυξης Περιφέρειας Δ. Μακεδονίας), στο Νομό Γρεβενών, βάσει των
τελευταίων στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης
και Τροφίμων, καλλιεργούνται:20 στρέμματα ρίγανη, οκτώ στρέμματα λεβάντα, 6
στρέμματα τσάι του βουνού και 3 στρ. Μέντα.
Στο Νομό Καστοριάς, αντίστοιχα, 14 στρ. λεβάντα, 8 στρ.
δίκταμο, 4,5 στρ. μέντα-μελισόχορτο και 3,5 στρ. τριανταφυλλιά.
Στο Νομό Κοζάνης, καλλιεργούνται:3.000 στρ. κρόκος, 200 στρ.
τριανταφυλλιά, 90 στρ. τσάι του βουνού, 75 στρ. λεβάντα, 35 στρ. ρίγανη, 10
στρ. μελισόχορτο, 8 στρ. μέντα και από 4 στρ. χαμομήλι, βασιλικό και θυμάρι.
Τέλος, στο Νομό Φλώρινας καλλιεργούνται:40 στρ. χαμομήλι, 20
στρ. μελισόχορτο, 8 στρ. τριανταφυλλιά, 6 στρ. φασκόμηλο απο 6 στρ. τσάι του
βουνού, μάραθος, μαϊντανός και άνηθος, 4 στρ. βασιλικός, 3 στρ. μέντα και 2
στρ, γλυκάνισος.
iator.gr ΑΠΕ-ΜΠΕ