Αύξηση κατά 20 με 30% στο εισόδημα των αιγοπροβάτων μπορεί να φέρει η δημιουργία ενός οικογενειακού
τυροκομείου.
Οι Κτηνοτρόφοι που ασχολούνται ήδη με την εκτροφή
αιγοπροβάτων μπορούν να εκμεταλλευτούν το γάλα όχι μόνο με τη διάθεσή του στους
εμπόρους αλλά αξιοποιώντας το οι ίδιοι για την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων,
όπως φέτα, μυζήθρα κ.λπ.
Οι τιμές του αιγοπρόβειου γάλακτος σήμερα κυμαίνονται από
0,85 ευρώ μέχρι 1,20 ευρώ το κιλό. Η τελευταία τιμή είναι για γάλα βιολογικής
κτηνοτροφίας. Οι εκτιμήσεις κτηνοτρόφων θέλουν επί των τιμών αυτών και των
ποσοτήτων που θα μεταποιήσουν για την παραγωγής τυριών, γιαούρτης, μυζήθρας
κλπ. το εισόδημά τους μπορεί να αυξηθεί κατά 20 με 30%, «εφόσον βέβαια», όπως
επισημαίνει ο κτηνοτρόφος από τη Φθιώτιδα Νίκος Κατσούλας, «δώσουν στα προϊόντα
τους ξεχωριστή γεύση, ποιότητα και πετύχουν δίκτυα διανομής. Όλα βέβαια
εξαρτώνται», συμπληρώνει ο ίδιος και από την προσφορά και τη ζήτηση στην
αγορά».
Λύση για τους κτηνοτρόφους, προκειμένου να μειώσουν την
εξάρτησή τους από τους προμηθευτές να ελέγξουν τα κόστη τους αλλά και να
διαθέτουν οι ίδιοι την παραγωγή τους, αποτελεί η ίδρυση οικογενειακού τύπου
τυροκομείου, λέει ο Δημήτρης Ρουκάς γεωπόνος ζωοτέχνης και επιστημονικός
συνεργάτης στην Περιφέρεια Πιερίας:
Ο ίδιος συμπληρώνει: «Οι εγκαταστάσεις έχουν σχεδιαστεί ώστε
να καταλαμβάνουν μικρούς φυσικούς χώρους. Ως επί το πλείστον χρησιμοποιούνται
σε οικογενειακά αγροκτήματα και είναι μοναδικά για τη διαδικασία παραγωγής και
των πιο εξειδικευμένων προϊόντων κοντά στις αγορές-στόχους τους.
Ο τύπος του εξοπλισμού στο «Οικογενειακού Τύπου» τυροκομείο
καθώς και η μορφή της εγκατάστασης πρέπει να είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες του
παραγωγού και το πεδίο εφαρμογής της κτηνοτροφικής μονάδας σε διάφορα
προϊόντα».
Το κόστος επένδυσης για την κατασκευή ενός τυροκομείου κυμαίνεται
από 50.000 μέχρι και 100.000 ευρώ, ανάλογα με τις ποσότητες γάλακτος που θέλει
ένας κτηνοτρόφος να εκμεταλλεύεται για την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων. Έτσι,
κάποιος μπορεί να βρει έναν χώρο από 40 έως και 100 τ.μ. και να αναζητήσει την
αγορά εξοπλισμού.
Η καθετοποίηση της κτηνοτροφικής δραστηριότητας αποτελεί
σημαντική ευκαιρία για τους Έλληνες παραγωγούς με δεδομένη και την αναγνώριση
που έχουν στις ξένες αγορές τα ΠΟΠ τυροκομικά μας προϊόντα. Ο κ. Ρουκάς κάνει
επίσης γνωστό ό,τι το μοντέλο των μικρών αγροκτημάτων ακολουθείται εδώ και
δεκαετίες στις ευρωπαϊκές χώρες:
«Στο θέμα της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής δίνονται
επιδοτήσεις της ΕΕ με στόχο να φτάσουμε στο σημείο όπου ο κτηνοτρόφος να είναι
σε θέση να έχει, αν το θέλει φυσικά, μια μικρή τυροκομική μονάδα όπου θα
παράγει προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Αυτό συμβαίνει στη Γερμανία αλλά και σε
άλλες χώρες εδώ και δεκαετίες.
Η παρασκευή των παραδοσιακών τυριών στο αγρόκτημα από γάλα
που παράγεται από ζώα που εκτρέφονται σ' αυτό με τη χρήση παραδοσιακών μεθόδων
και τεχνικών παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με την ποιότητα του
τυριού».
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ
Το κόστος του εξοπλισμού
Τουλάχιστον 100.000 ευρώ ανεβαίνει το κόστος επένδυσης για
ένα μεγαλύτερο τυροκομείο, σύμφωνα με έρευνα αγοράς που έχει κάνει ο
κτηνοτρόφος Νίκος Κατσούλας, και ο οποίος ετοιμάζεται να προχωρήσει στην ίδρυσή
του.
Ο κ. Κατσούλας έχει 300 πρόβατα και παράγει κάθε χρόνο 80 με
100 τόνους γάλα.
Το ύψος της επένδυσης για ένα τυροκομείο εμβαδού 100 τμ μαζί
με τον εξοπλισμό μπορεί να υπερβεί τις 100.000 ευρώ. Για παράδειγμα η κατασκευή
κτίσματος 100τμ σύμφωνα με τα πρότυπα των υγειονομικών απαιτήσεων απαιτεί τουλάχιστον
50.000 ευρώ. Το κόστος τώρα για τα βασικά μηχανήματα εξοπλισμού διαμορφώνεται
ως εξής: δεξαμενές συντήρησης γάλακτος (παγολεκάνες) από 3.000- 5.000 ευρώ,
αποκορυφωτής από 10.000- 30.000 ευρώ, καζάνι βρασμού και πήξης 10.000 έως
20.000 ευρώ, και ακόμα χρειάζονται τράπεζες τυριού, ράφια, ωριμαντήρας και
ψυγείο συντήρησης, ενώ για την παραγωγή γιαουρτιού απαιτείται θάλαμος
ψύξης-θέρμανσης.
Τι πρέπει να γνωρίζουν οι παραγωγοί
Τα μικρά αυτά τυροκομεία «οικογενειακού τύπου» μπορεί να
επεξεργάζονται από 200 μέχρι 450 λίτρα γάλα σε κάθε κύκλο παραγωγής και
χρειάζονται μόλις 20 τ.μ. για να μετατρέψουν το αιγοπρόβειου γάλα σε διάφορους
τύπους τυριών, εξηγεί ο Δημήτρης Ρουκάς. Και συνεχίζει: «Χρειάζονται άλλα 20
τ.μ. το πολύ για τους χώρους ωρίμανσης, αποθήκευσης και πώλησης. Το μικρό
τυροκομείο έχει υπολογισθεί και κατασκευασθεί για τις ανάγκες παραγωγών της
τάξης των 300 με 600 εκτρεφόμενων αιγοπροβάτων με ετήσια παραγωγή (240 ημέρες)
κατά μέσο όρο 320-520 λίτρα γάλα. Η μονάδα έχει σχεδιασθεί ώστε να εξυπηρετεί
τις ανάγκες τυροκόμησης, παρασκευής γιαουρτιού, ωρίμανσης, ψύξης και συντήρησης
των προϊόντων. Με αυτό το συγκρότημα είναι δυνατόν να κατασκευάσουν
οποιονδήποτε τύπο τυριών και μυζήθρας με βάση τις τελευταίες προδιαγραφές της
Ευρωπαϊκής Ενωσης. (EE
92/46)».
Το κόστος δημιουργίας μιας μικρής τυροκομικής επιχείρησης,
με τη δυνατότητα επεξεργασίας 200-300 λίτρων γάλακτος για κάθε κύκλο εργασίας,
για την κατασκευή και την αγορά του εξοπλισμού μπορεί να κοστίσει περίπου στα
50.000 ευρώ. Το 25% του κόστους αφορά την κατασκευή της μονάδας, το 15% αφορά
τη διαμόρφωση του εσωτερικού και το υπόλοιπο 60% αφορά την αγορά του
εξοπλισμού.
Για τη μικρή τυροκομική μονάδα μπορούν να χρησιμοποιηθούν
χώροι παλαιών κτισμάτων που μπορούν να υπάρχουν στους κοντινούς οικισμούς.
Μέσα από προγράμματα μπορούν να ιδρυθούν μικρές τυροκομικές
μονάδες και να επιδοτηθούν προκειμένου να βελτιώσουν και να εκσυγχρονίσουν τον
μηχανολογικό εξοπλισμό τους. Μία μεγάλη κατηγορία προβλημάτων που αντιμετωπίζει
η παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων είναι τα οικονομικά και η άδεια ίδρυσης της
μικρής τυροκομικής μονάδας. Τα οικονομικά σχετίζονται με τις υψηλές επενδύσεις
που απαιτούνται, το υψηλό κόστος χρηματοδότησης (υψηλά επιτόκια δανεισμού) με
συνέπεια το υψηλό κόστος παραγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι απαιτούνται και
ιδιαίτερες επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, την έκδοση αδειών
ίδρυσης και λειτουργίας και γενικά επενδύσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με την
παραγωγική διαδικασία. Με την κατασκευή ενός συστήματος μικρής κλίμακας
εγκατάστασης τύπου εμπορευματοκιβωτίων (Container) για την επεξεργασία του γάλακτος το υψηλό κόστος της
επένδυσης ελαχιστοποιείται.
Εγγύηση διαρκείας η ετικέτα «ΠΟΠ»
Η ελληνική κτηνοτροφία στηρίζεται κυρίως στην εκτροφή
αιγοπροβάτων. Το αιγοπρόβειο γάλα αντιπροσωπεύει το 60% περίπου της συνολικής
γαλακτοπαραγωγής της Ελλάδας, και τουλάχιστον το 85% της παραγωγής της σε τυριά
προέρχεται από το γάλα αυτό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση για να διαφοροποιήσει και να διασφαλίσει
τα προϊόντα που παρουσιάζουν ιδιότυπα χαρακτηριστικά δημοσίευσε τον Κανονισμό
2081/92/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την Προστασία των Γεωγραφικών Ενδείξεων και
Ονομασιών Προέλευσης των Γεωργικών Προϊόντων και Τροφίμων. Για να δικαιούται
ένα γεωγραφικό προϊόν ή τρόφιμο Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) θα
πρέπει, πέραν άλλων, να ανταποκρίνεται σε ορισμένες προδιαγραφές και να
παράγεται παραδοσιακά σε μια επακριβώς οριοθετημένη περιοχή, στο ανθρώπινο και
φυσικό περιβάλλον της οποίας αποδίδονται τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά του. Κάθε
παραδοσιακή ονομασία, σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτόν, αποτελεί μια κληρονομιά η
οποία ανήκει σε όλους όσοι ζουν και θα ζήσουν στην περιοχή που δημιουργήθηκε
και αναπτύχθηκε το παραδοσιακό προϊόν. Είναι μια εγγύηση διάρκειας που μπορεί
αναμφίβολα να χρησιμοποιηθεί για το προϊόν επί αιώνες, προσφέροντας πολλά
πλεονεκτήματα, τα οποία εναπόκειται στον πληθυσμό που κατοικεί στις περιοχές
αυτές να τα διατηρήσει και να τα αναπτύξει.
Ανάμεσα στα ελληνικά παραδοσιακά τυριά που είναι ΠΟΠ
περιλαμβάνονται τα εξής:
Φέτα, Κασέρι, Κεφαλογραβιέρα, Μανούρι, Γαλοτύρι, Κοπανιστή,
Γραβιέρα Κρήτης, Γραβιέρα Νάξου, Γραβιέρα Αγράφων, Σφέλα, Ανεβατό, Καλαθάκι
Λήμνου, Κατίκι Δομοκού, Λαδοτύρι Μυτιλήνης, Μετσοβόνε, Μπάτζος, Ξινομυζήθρα
Κρήτης, Πηχτόγαλο Χανίων, Σαν Μιχάλη και Φορμαέλα Αράχοβας Παρνασσού.
Πληροφορίες:
Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Τηλέφωνο: 1540
Πηγή: Επιχειρηματικές και Επενδυτικές Ευκαιρίες
Διαβάστε στο παρακάτω
Link για
μια ευκαιρία και για ένα νέο ξεκίνημα
στην πάντα γεμάτη προοπτικές ελληνική αγροτική επαρχία.