13 Φεβ 2014

Οικολογικοί διαχωριστήρες για τα ελαιοτριβεία


Στα σύγχρονα ελαιοτριβεία, ο αλεσμένος ελαιόκαρπος  διοχετεύεται σ’ ένα φυγοκεντρικό διαχωριστήρα όπου γίνεται ο διαχωρισμός του λαδιού από τα υπόλοιπα συστατικά. Ο διαχωριστήρας αυτός (γνωστός και ως διαχωριστήρας τριών φάσεων) απαιτεί για την λειτουργία του την προσθήκη ζεστού νερού και διαχωρίζει τελικά το μείγμα σε τρία μέρη (φάσεις):

1.      Το ελαιόλαδο


2.      Το στερεό υπόλειμμα (ή ελαιοπυρήνας ) που περιλαμβάνει τα αλεσμένα στερεά συστατικά του ελαιοκάρπου.
3.      Το υγρό υπόλειμμα (λιόζουμο) που περιλαμβάνει το νερό που προστέθηκε στο διαχωριστήρα μαζί με το υδάτινο κλάσμα του χυμού του ελαιοκάρπου.
Το τελευταίο αυτό μέρος αποτελεί το κύριο και πιο βεβαρυμμένο κλάσμα των υγρών αποβλήτων των ελαιοτριβείων για τα οποία όπως είναι γνωστό υπάρχει μεγάλη ανησυχία σχετικά με την ρύπανση που προκαλούν στο περιβάλλον. Για την λύση του προβλήματος των υγρών αποβλήτων των ελαιοτριβείων γίνονται πολλές προσπάθειες προς διάφορες κατευθύνσεις και βέβαια και με τη βελτίωση των μεθόδων διαχωρισμού.

Έτσι τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε ένας νέος τύπος  διαχωριστήρα ο λεγόμενος φυγοκεντρικός διαχωριστήρας δύο φάσεων γνωστός και ως οικολογικός . Ο διαχωριστήρας  αυτός δεν χρειάζεται προσθήκη νερού και διαχωρίζει τελικά το μείγμα σε δύο μόνο μέρη (ελαιόλαδο και ελαιοπυρήνα ), χωρίς δηλαδή να δίνει το ανεπιθύμητο κλάσμα των υγρών αποβλήτων.

Το μόνο μειονέκτημα των διαχωριστήρων δύο φάσεων είναι ότι αφήνουν περισσότερη υγρασία στον ελαιοπυρήνα, με αποτέλεσμα αυτός να έχει μάλλον υδαρή υφή πράγμα που δυσκολεύει τη μεταφορά και την περαιτέρω επεξεργασία του στα πυρηνελαιουργεία. Αλλά πιστεύεται ότι και το πρόβλημα αυτό σύντομα θα ξεπεραστεί. Από την άλλη πλευρά όμως οι διαχωριστήρες δύο φάσεων φαίνεται ότι έχουν ορισμένα πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα:
Κάνουν οικονομία σε νερό και ενέργεια αφού δεν χρειάζονται προσθήκη ζεστού νερού για αραίωση της ελαιομάζας.
·        Περιορίζουν στο ελάχιστο τα προβλήματα διάθεσης των υγρών αποβλήτων αφού δεν δίνουν , η δίνουν μόνο ελάχιστα απόβλητα.
·        Υπερέχουν στην απόδοση και στην ποιότητα του παραγόμενου λαδιού , συγκριτικά με τους  κλασικούς διαχωριστήρες τριών φάσεων.

Το λάδι από τον διαχωριστήρα δύο φάσεων περιέχει σημαντικά περισσότερες πολυφαινόλες και άλλες φυσικές αντιοξειδωτικές ουσίες . Για τον λόγο αυτό έχει καλύτερη σταθερότητα στο χρόνο αποθήκευσης.



Τεχνικές για τον έλεγχο της καρποφορίας στην ελιά

Το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας, που παρατηρείται στην ελιά και που προκαλεί μεγάλη διακύμανση της καρποφορίας των ελαιοδέντρων από χρόνια σε χρόνια, έχει πολύ απασχολήσει τους επιστήμονες . Παρόλα αυτά δεν έχουν ακόμα απόλυτα διευκρινιστεί οι συνθήκες που επηρεάζουν τη διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών και δεν έχουν βρεθεί τεχνικές που να συμβάλλουν σίγουρα σε σταθερή καρποφορία των δένδρων.    
Στη διεθνή βιβλιογραφία όμως αναφέρονται ορισμένα μέτρα που μπορούν να μειώσουν τη σοβαρότητα του προβλήματος αυτού :

α) Διατήρηση των δένδρων σε καλή θρεπτική κατάσταση με λίπανση και όσο γίνεται καλύτερη περιποίηση .

β) Αραίωμα του ελαιοκάρπου, κυρίως σε ποικιλίες επιτραπέζιας ελιάς , στις χρονιές που υπάρχει υπερβολικό φορτίο. Έχουν δοκιμαστεί χημικοί τρόποι αραιώματος με τη χρήση ΝΑΑ (ναφθαλενοξεικό οξύ) ή ουρίας. Οι ουσίες αυτές πριν χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να δοκιμαστούν προσεκτικά στις τοπικές συνθήκες , τόσο ως προς τη δόση όσο και ως προς τον χρόνο εφαρμογής. Έτσι το ΝΑΑ συνίσταται στην Καλιφόρνια στη δόση 120-180  ppm με ψεκασμό 12-18 ημέρες μετά την πλήρη άνθηση , ενώ στην Ισπανία η σύσταση είναι 200 ppm πέντε ημέρες μετά την πλήρη άνθηση. Η ουρία φαίνεται ότι δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα με διαφυλλική εφαρμογή 20 μέρες μετά την πλήρη άνθηση σε δόση 2-6 % .

γ) Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ποικιλιών ως προς τον βαθμό της παρενιαυτοφορίας. Το στοιχείο αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν στην επιλογή ποικιλίας για την εγκατάσταση ενός νέου ελαιώνα. Επίσης ορισμένες ποικιλίες ενδέχεται να είναι ολικά ή μερικά αυτόστειρες οπότε η παρουσία επικονιαστού είναι απαραίτητη. Το τελευταίο στοιχείο θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν όταν γίνεται φύτευση ελαιώνα με μια νέα στην εποχή ποικιλία.   

Χρόνος διαφοροποίησης ανθοφόρων οφθαλμών στην ελιά
Ο χρόνος κατά τον οποίο αρχίζει η διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση του φαινομένου της παρενιαυτοφορίας και στην ανάπτυξη καλλιεργητικών τεχνικών για διόρθωση του προβλήματος. Στην περίπτωση της ελιάς, ο ακριβής χρόνος έναρξης της διαφοροποίησης και του σχηματισμού ανθοφόρων οφθαλμών δεν είναι γνωστός. Μέχρι πρόσφατα πιστευόταν ότι μάλλον γίνεται το χειμώνα, με διεργασίες που απαιτούν χαμηλές θερμοκρασίες. Η άποψη αυτή όμως χάνει έδαφος γιατί τα νεότερα πειραματικά δεδομένα δείχνουν ότι οι χαμηλές θερμοκρασίες δεν χρειάζονται για τη διαφοροποίηση αλλά και τη διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών. Στο μεταξύ με βάση πειράματα των τελευταίων ετών, μια νέα άποψη κερδίζει συνεχώς έδαφος : ότι η διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών αρχίζει από πολύ νωρίς, από τον Ιούλιο, λίγο πριν αρχίσει η σκλήρυνση του πυρήνα του ελαιοκάρπου.


Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι αν με κάποιο τρόπο εμποδιστεί η σκλήρυνση του πυρήνα ή προκληθεί έγκαιρα η θανάτωση του, τότε την επόμενη χρονιά θα υπάρχει πλήρη ανθοφορία. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής πιστεύουν ότι ο σκληρυνόμενος πυρήνας παράγει ορμονικές ουσίες οι οποίες αφού κυκλοφορήσουν και φτάσουν στο βλαστό εμποδίζουν την διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών.

Στη χρονιά καρποφορίας έχουμε μεγάλη ποσότητα τέτοιων ουσιών (πολλοί πυρήνες) με αποτέλεσμα έντονη παρεμπόδιση της διαφοροποίησης και σχεδόν καθόλου ανθοφορία και καρποφορία την επόμενη χρονιά. Τουλάχιστον ως προς τον χρόνο έναρξης της διαφοροποίησης η νεότερη αυτή άποψη έχει σοβαρά ερείσματα και φαίνεται ότι βρίσκεται πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Η σημαντικότερη πρακτική της προέκταση είναι ότι στις περιπτώσεις που γίνεται αραίωση, για τη μείωση του βαθμού παρενιαυτοφορίας, αυτή θα πρέπει να γίνεται από νωρίς.