Το success story της Μπόρας μιμούνται Έλληνες παραγωγοί
βουβαλίσιου κρέατος
Στο βουβαλίσιο κρέας βρίσκεται το μυστικό της επιτυχίας της
βορειοελλαδίτικης εταιρείας Μπόρας, οι πωλήσεις τις οποίας αυξάνονται με
γεωμετρική πρόοδο. Δεν είναι μόνο τα κέρδη που καταγράφονται στην τοπική
κοινωνία των Σερρών, όπου και δραστηριοποιείται η εταιρεία, αλλά και η ενίσχυση
της κτηνοτροφίας μέσω συνεργιών με Έλληνες παραγωγούς από διάφορα μέρη της
Ελλάδας.
Το success story της Μπόρας δεν είναι απόρροια της
οικονομικής κρίσης, αλλά παράδειγμα υγιούς επιχειρηματικότητας εν μέσω
κρίσης. Η σερραϊκή επιχείρηση συστάθηκε το 2001, χρονιά κατά την οποία ήταν στο
προσκήνιο η διατροφική κρίση, και ήταν η απάντηση της οικογένειας Μπόρα σε αυτό
που ονομάζουμε ποιοτικό τοπικό προϊόν.
να ξεφύγουν από τις «τρελές αγελάδες». |
Οι πιστοποιήσεις της εταιρείας ήταν μια καλή αρχή. Πλέον τα
προϊόντα έχουν λάβει αρκετές διακρίσεις και αποτελούν μια υγιεινή εναλλακτική
πρόταση για το ελληνικό οικογενειακό τραπέζι. Η εταιρεία χρησιμοποιώντας ως
πρώτη ύλη το βουβαλίσιο κρέας, παράγει παραδοσιακά εδέσματα και
κρεατοσκευάσματα, όπως καβουρμά, λουκάνικα, καπνιστά φιλέτα και μπριζόλα καθώς
επίσης και μπιφτέκι.
Η παραγωγή πραγματοποιείται στις σύγχρονες μεταποιητικές
εγκαταστάσεις που διατηρεί στη Λιβαδειά, ενώ τα προϊόντα της διατίθενται στην
αγορά των delicatessen κυρίως της Αθήνας, αλλά και της Θεσσαλονίκης, όπως και
σε υψηλής ποιότητας εστιατόρια. Παράλληλα, συμμετέχει κάθε χρόνο στο φεστιβάλ
γαστρονομίας και σε διάφορες εκθέσεις τροφίμων.
Για να αντιληφθεί κανείς την προτίμηση του Έλληνα καταναλωτή
στο βουβαλίσιο κρέας αρκεί να λάβει υπόψη πως το 2001 οι πωλήσεις του δεν
ξεπερνούσαν τα 150 κιλά και πως 13 χρόνια μετά κυμαίνονται κοντά στους 50
τόνους. Επιπρόσθετα, έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των παραγωγών που
εκτρέφουν βουβάλια σε όλη την χώρα καθώς ποντάρουν στην αυξανόμενη ζήτηση που
έχει το προϊόν.
Υπολογίζεται δε πως μια φάρμα στην οποία εκτρέφονται
βουβάλια μπορεί να εξασφαλίσει ένα πολύ ικανοποιητικό ετήσιο εισόδημα στον
βουβαλοτρόφο, της τάξης των 50.000 ευρώ.